“Spider-Man: Turn Off the Dark” - Το χρονικό της αποτυχίας ενός θεατρικού musical
- Έβελυν Σδούκου
- 5 Φεβ 2021
- διαβάστηκε 7 λεπτά

Η θεματολογία των musical, ασχέτως του ύφους με το οποίο αποδίδονται μουσικά και εικαστικά επηρεάζοντας το πώς τελικά το κοινό καταγράφει κάθε έργο στη συνείδησή του, εκτείνεται σε μεγάλο εύρος: από τις κλασικές ιστορίες αγάπης με ευτυχή κατάληξη, δοσμένες κωμικά και ανάλαφρα με βασικό στόχο τη διασκέδαση, έως ιστορίες που εκτυλίσσονται υπό τη σκιά της ανόδου του ναζισμού (“The Sound of Music”, “Cabaret”), απεικονίσεις υπαρκτών προσώπων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της ιστορίας (“Hamilton”), αφηγήσεις της δράσης serial killers (“Sweeney Todd”) ή αναπαραστάσεις κονωνικών συνθηκών ακραίας ανέχειας, εξαθλίωσης και αδικίας (“Les Miserables”).
Στο πλαίσιο αυτό γιατί να μην αποκτήσει και ο Spider-Man το δικό του musical; Πάνω στην ιδέα αυτή, λοιπόν, πριν 10 χρόνια το musical “Spider-Man: Turn Off the Dark” ήταν έτοιμο για την πρώτη του δοκιμαστική παρουσίαση στο Foxwoods Theatre στην Νέα Υόρκη, ευελπιστώντας να αποδειχθεί θρίαμβος διεθνώς.

Ο πασίγνωστος χαρακτήρας ήταν πολυαγαπημένο είδωλο της ποπ κουλτούρας επί 5 δεκαετίες ήδη. Για τη μεταφορά της ιστορίας του σε θεατρικό musical επιστρατεύτηκε μια δημιουργική ομάδα με εχέγγυα επιτυχίας: για το κείμενο ο Glen Berger, ήδη αναγνωρισμένος αμερικανός off-Broadway θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος παιδικών τηλεοπτικών προγραμμάτων, για τα τραγούδια οι Bono και The Edge των παγκοσμίου φήμης U2, και για τη σκηνοθεσία η Julie Taymor, η σκηνοθέτης που μετέφερε στη σκηνή το “Lion King” της Disney σε μια παράσταση που έσπασε κάθε ρεκόρ.
Σύμφωνα με τον Berger, τη βραδιά της δοκιμαστικής παρουσίασης το κοινό θα έβλεπε για πρώτη φορά κάτι που ο ίδιος και οι συνεργάτες του έχτιζαν για χρόνια, δημιουργώντας του ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Όπως ο ίδιος το διατύπωσε «Ανοίγαμε τις πόρτες είτε από το Εργοστάσιο Σοκολάτας του Willy Wonka, είτε από ένα σφαγείο».

Η παράσταση βασιζόταν σε περίπλοκα νούμερα στον αέρα, για τα οποία οι ερμηνευτές κρέμονταν από συρμάτινα σχοινιά, οπότε η δοκιμαστική παρουσίαση θα διακόπτονταν και θα ξαναξεκινούσε προκειμένου να αντιμετωπιστούν όποια τεχνικά προβλήματα παρουσιάζονταν. Όλα κυλούσαν σχετικά ομαλά έως τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν το διάλειμμα. Στο σημείο αυτό o Spider-Man θα πετούσε πάνω από το κοινό προς ένα μπαλκόνι – αλλά για κάποιον λόγο σταμάτησε στη διαδρομή, με αποτέλεσμα να κρέμεται 2 μέτρα πάνω από τις δύο πρώτες σειρές των θεατών. Ήταν η χειρότερη θέση, γιατί κανείς δεν μπορούσε να τον πλησιάσει. Οι τεχνικοί προσπάθησαν να τον σπρώξουν χρησιμοποιώντας ένα ξύλο, αλλά δε λειτούργησε – πιο πολύ έμοιαζε με ζωντανή πινιάτα Spider-Man, σύμφωνα με τον Berger. Παρά ταύτα, η ομάδα αναθάρρησε θεωρώντας ότι μετά απ’αυτό είχαν ήδη αντιμετωπίσει το χειρότερο, επομένως θα συνέχιζαν να βελτιώνουν την παράσταση όλο και περισσότερο, και στην επίσημη πρεμιέρα της θα ήταν πλέον για όλους παιχνιδάκι.
Ωστόσο, ήδη πριν τη δοκιμαστική παρουσίαση είχαν ξεκινήσει φήμες ότι το “Spider-Man: Turn Off the Dark” ήταν ένα «καταραμένο» εγχείρημα. Ο αρχικός βασικός παραγωγός και καθοδηγητής, Tony Adams, υπέστη θανατηφόρο εγκεφαλικό επεισόδιο το 2005 ενώ βρισκόταν σε συνάντηση με τον The Edge. Η οικονομική κρίση των 2007 και 2008 είχε τρομάξει τους ιδιώτες επενδυτές, με αποτέλεσμα τον Αύγουστο 2009 η παραγωγή να βρεθεί με 20 εκατομμύρια δολλάρια έλειμμα σε ρευστό. Αλλά και μετά την πρώτη δοκιμαστική παρουσίαση, η επίσημη πρεμιέρα αναβαλλόταν συνεχώς, καθώς ο Berger και οι συνεργάτες του είχαν να αντιμετωπίσουν τραυματισμούς, απολύσεις, αμέτρητα τεχνικά προβλήματα και αποτρεπτικές κριτικές.

Τον Μάιο του 2011 το “Turn Off the Dark” είχε γίνει σε τέτοιο βαθμό συνώνυμο της θεατρικής καταστροφής, που ο τίτλος στη σατιρική εφημερίδα “The Onion” «Πυρηνική βόμβα σκάει κατά τη διάρκεια πρόβας του musical “Spider-Man”» δεν ακουγόταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Η παράσταση τελικά ανέβηκε τον Ιούνιο 2011, ωστόσο η μοίρα της ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη: αν και έπαιξε για 2,5 χρόνια, όταν κατέβηκε τον Ιανουάριο του 2014 έκλεισε με χασούρα - ρεκόρ για το Broadway 60 εκατομμυρίων δολλαρίων. Η εγγυημένη επιτυχία αποδείχθηκε θρυλική καταστροφή. Ο Berger δηλώνει σχετικά «Το προσεγγίζω φιλοσοφικά όλο αυτό. Είναι πιθανόν να συμπεριληφθεί στη νεκρολογία μου, κάτι που δεν με ευχαριστεί και τόσο. Αλλά προτιμώ να έχω τον “Spider-Man” στο βιογραφικό μου, παρά τον πόλεμο στο Ιράκ.».
Μια εκ των υστέρων ανασκόπηση
To 2013 εκδόθηκε το βιβλίο του Glen Berger «Song of Spider-Man – The Inside Story of the Most Controversial Musical in Broadway History», ένα χρονικό της παραγωγής όπου o συγγραφέας της παράστασης αποτυπώνει τις συνθήκες και τις συγκυρίες που, λίγο λίγο, οδήγησαν τελικά στην αποτυχία.
Σύμφωνα με τον Berger, η επικείμενη παραγωγή του musical ανακοινώθηκε αρχικώς τον Ιούνιο του 2002, ώστε να εκμεταλλευτεί την εμπορική επιτυχία της πρώτης ταινίας Spider-Man του Sam Raimi.

Οι Bono και The Edge υπέγραψαν λίγο μετά, αλλά όταν οι παραγωγοί προσέγγισαν την Taymor, τους απάντησε ότι θα αναλάμβανε το project μόνον εάν κατάφερνε να βρει κάποιο στοιχείο που θα κέντριζε τη φαντασία της. Το στοιχείο αυτό, τελικά, ήταν ο μύθος της Αράχνης από την αρχαιοελληνική μυθολογία, της γυναίκας που προκάλεσε τη θεά Αθηνά σε διαγωνισμό υφαντικής τέχνης, με αποτέλεσμα η θεά από τη ζήλεια της για τις ικανότητές της και για να τιμωρήσει την ύβρη της να τη μεταμορφώσει στο γνωστό έντομο. Αυτό προκάλεσε και τις πρώτες διαφωνίες: κατά τη γνώμη του Avi Arad, επικεφαλής του δημιουργικού τμήματος της Marvel, η Αράχνη δεν είχε καμία σχέση με τον Spider-Man, και το να συμπεριληφθεί ως βασικός χαρακτήρας στην ιστορία θα ήταν εντελώς λάθος. Ωστόσο η Taymor παρέμεινε αμετάπειστη. Τι κι αν τα concept της ήταν πιο σκοτεινά, με πιο σεξουαλική προσέγγιση, πιο εξεζητημένα από τα κόμικ των Stan Lee και Steve Ditko ή τις ταινίες του Raimi; Οι μεγαλύτεροι θρίαμβοί της είχαν γεννηθεί από την άρνησή της να συμβιβαστεί. Οπότε, η θέση της ήταν «εάν φύγει η Αράχνη, έφυγα κι εγώ».

Σύμφωνα με ένα άλλο κομμάτι του βιβλίου, προβλήματα προέκυψαν και κατά τη δημιουργία της μουσικής. Όπως αποδείχθηκε, οι Bono και The Edge δεν είχαν καμία εξοικείωση με musicals του Broadway, σε σημείο που ένας από τους παραγωγούς τους έγραψε σε 4 cd μια συλλογή από «60 τραγούδια των τελευταίων 60 χρόνων του μουσικού θεάτρου». Τελικά οι δύο μουσικοί, εκπρόσωποι και γνώστες ενός εντελώς διαφορετικού μουσικού χώρου, απέρριψαν τα περισσότερα από τα τραγούδια ως σαχλά και ανούσια, κάτι που εξηγεί γιατί τα τραγούδια που έγραψαν τελικά για την παράσταση δεν θα χαρακτηρίζονταν ακριβώς πιασάρικες μελωδίες, αλλά ακούγονται περισσότερο σαν αγχώδη, γραμμένα σε μινόρε τραγούδια που θα έβρισκες στη δεύτερη πλευρά δίσκου των U2. Ο Berger, ωστόσο, ο οποίος μπήκε στην παραγωγή το 2005 προκειμένου να γράψει το θεατρικό κείμενο μαζί με την Taymor, υπερασπίζεται τους συνδημιουργούς του, λέγοντας ότι κάθε καλλιτέχνης δημιουργεί ανταποκρινόμενος σε κάτι, και αυτή είναι η βάση από την οποία ξεκινά. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε τελικά, όταν σκοπεύεις να ανεβάσεις ένα musical για τον Spider-Man, μάλλον δεν είναι πολύ αποδοτικό να έχεις μια σκηνοθέτιδα που δεν την ενδιαφέρει το κόμικ και δυο συνθέτες που δεν τους αρέσουν τα musical.

Μετά υπήρξε και το τεχνικό κομμάτι, που τελικώς οδήγησε στη φάση με την πινιάτα Spider-Man, το οποίο απέσπασε την προσοχή της δημιουργικής ομάδας από αυτό που ο Berger χαρακτηρίζει ως «κάποιες τεράστιες τρύπες στο κείμενο». Οι χαρακτηριστικές σκηνές του κόμικ όπου ο σούπερ-ήρωας μετακινείται σκαρφαλώνοντας στους τοίχους και χρησιμοποιώντας ιστό δημιουργήθηκαν με εγκαταστάσεις και σύρματα που ελέγχονταν μέσω υπολογιστή. Η δημιουργία των μηχανημάτων αυτών αποδείχθηκε μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία στο εργαστήριο, που τελικά κατέληξε σε πολύ επικίνδυνα αποτελέσματα. Ενώ κρέμονταν από τα σκοινιά στις πρόβες, ένας ερμηνευτής έσπασε το δάχτυλο του ποδιού του, ενώ ένας άλλος και τους δύο καρπούς. Στη δοκιμαστική παρουσίαση ένας γάντζος αφαιρέθηκε βιαστικά από το σύρμα κι έπεσε στο κεφάλι της Natalie Mendoza, που έπαιζε την Αράχνη, προκαλώντας της διάσειση. Μετά από όλα τα ατυχήματα που γίνονταν γνωστά, η γελοιογραφία στο εξώφυλλο του The New Yorker στις 17 Ιανουαρίου 2011 απεικόνιζε μια πτέρυγα νοσοκομείου γεμάτη από τραυματίες και μπανταρισμένους Spider-Man, ενώ στην εκπομπή Saturday Night Live στις 12 Φεβρουαρίου 2011 παρουσιάστηκε ένα κωμικό σκετς σχετικά με μια δικηγορική εταιρεία που ειδικεύονταν σε εργατικά ατυχήματα που προέκυπταν στο πλαίσιο της παραγωγής, και σίγουρα δεν ήταν αυτό το είδος της δημοσιότητας που θα προτιμούσαν οι παραγωγοί.
Εκτός του ότι τα τεχνικά μέσα οδηγούσαν σε απανωτά ατυχήματα, η δημιουργία τους κόστιζε και εξωφρενικά ποσά. Ένα εκατομμύριο δολλάρια κόστισε ένα και μόνο εξάρτημα που δημιουργήθηκε προκειμένου να κατεβεί προς τους θεατές ένας τεράστιος ιστός για το μεγάλο φινάλε, το οποίο τελικά δε χρησιμοποιήθηκε, γιατί το επιδιωκόμενο εφέ δεν έβγαινε όπως είχε σχεδιαστεί. Εν τω μεταξύ, το μεγαλύτερο θέατρο στο Broadway ανακαινιζόταν προκειμένου να χωρέσει όλον αυτόν τον παντελώς αναξιόπιστο εξοπλισμό, ενώ όταν πια ανέβηκε η παράσταση τα λειτουργικά κόστη της ανέρχονταν σε 1,1 εκατομμύρια δολλάρια την εβδομάδα. Μόνο για να ισοφαρίσει το κόστος η παράσταση θα έπρεπε να παίζεται sold-out επί τέσσερα χρόνια, κάτι που, μετά κι από τις κριτικές, φαινόταν απίθανο...
Η καταβαράθρωση από τους κριτικούς

Αν και οι παραγωγοί προσπαθούσαν να καθυστερήσουν την επίσημη πρεμιέρα εωσότου αποσαφηνιστεί η πλοκή και γίνουν πιο ασφαλή τα ακροβατικά νούμερα, ανυπόμονοι κριτικοί αγόραζαν το εισιτήριό τους και σχημάτιζαν την άποψή τους, χαρακτηρίζοντας την παράσταση «εντυπωσιακά άτεχνη», τα νούμερα στον αέρα «τίποτα περισσότερο από ακροβατικά νούμερα σ’ένα τσίρκο του σωρού», τη μουσική «απελπιστικά μέτρια, ακούρδιστη, που δε σου μένει, μια θολούρα από ηλεκτρονικούς ήχους εναλλασσόμενης έντασης ... σαν πονοκέφαλος», και την ιστορία «απόλυτο αχταρμά – η έλλειψη συνοχής δεν είναι κάτι διασκεδαστικό να παρακολουθείς».
Όταν δημοσιεύτηκαν οι κριτικές αυτές τον Φεβρουάριο του 2011, η ομάδα των συνεργατών πλέον χωρίστηκε στα δύο – σε αυτούς που συνέχισαν να πιστεύουν στη μυστικιστική προσέγγιση της σκηνοθέτιδας, και σ’εκείνους που υποψιάζονταν ότι πάσχει από «καλλιτεχνική μορφή μεγαλομανίας», όπως την κατηγόρησαν οι κριτικοί. Για τον Berger, ως συγγραφέα, το να βλέπει την ομάδα να διαλύεται από έλλειψη εμπιστοσύνης και αφοσίωσης ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Όπως το θέτει ο ίδιος «αυτό που έκαναν οι κριτικές ήταν να ανεβάσουν την ένταση στους λαμπτήρες θερμότητας. Όλο και περισσότερο είχα αυτή την αίσθηση ενός εργαστηριακού πειράματος του τι επιπτώσεις έχει το στρες σε αρουραίους στο κλουβί».

Τελικά, τον Μάρτιο του 2011 η Taymor αντικαταστάθηκε από τον πιο πραγματιστή σκηνοθέτη Philip William McKinley. Προσελήφθη, επίσης, νέος χορογράφος, και ο Berger έπρεπε να συνεργαστεί με έναν ακόμη συγγραφέα, τον Roberto Aguirre-Sacasa. Όταν η αναθεωρημένη εκδοχή παρουσιάστηκε τελικά, 7 μήνες μετά την πρώτη δοκιμαστική παρουσίαση, η ατμόσφαιρα του έργου είχε ελαφρυνθεί, η δομή του είχε εξομαλυνθεί, και ο ρόλος της Αράχνης είχε περιοριστεί. Οι κριτικές για τη νέα εκδοχή ήταν ηπιότερες, και η παράσταση έτρεξε έως τον Ιανουάριο του 2014, χωρίς όμως να βγάλει τα λεφτά της ή να αποκαταστήσει τη φήμη της. Την ίδια ώρα που οι ταινίες Spider-Man κατακτούσαν το κινηματογραφικό σύμπαν, το πρώτο musical για υπερήρωα της Marvel αποτύγχανε παταγωδώς. O μύθος της Αράχνης, της περήφανης θνητής καλλιτέχνιδας που τιμωρήθηκε για την ύβρη της, ξαφνικά παρουσιαζόταν εξαιρετικά οικείος.
Για τον Berger, προσεγγίζοντάς το από τη σκοπιά του συγγραφέα, το όλο παρασκήνιο επίσης μοιάζει με αρχετυπική αφήγηση. Όπως λέει «Μόνο αφότου καταλάγιασαν τα πράγματα συνειδητοποίησα ότι η εξέλιξή τους ταίριαζε με τα θέματα πάνω στα οποία έγραφα για χρόνια. Πραγματικά με εντυπωσιάζει όταν μεγάλες ιδέες αποτυγχάνουν. Το βρίσκω αληθινά συγκινητικό: να έχεις το όραμα και μετά να πρέπει να παλέψεις κόντρα στην πραγματικότητα, να προσπαθείς να φέρεις αυτό το ιδεατό πράγμα στον απτό κόσμο. Είναι ένα τόσο όμορφο πράγμα που κάνει τους ανθρώπους ανθρώπινους. Για να το θέσω όσο πιο αισιόδοξα γίνεται, ήταν πραγματικά ένα δώρο το ότι έζησα κάθε στιγμή του. Όταν είσαι νέος συγγραφέας σκέφεσαι ότι πρέπει να μαζέψεις αληθινές εμπειρίες ζωής ώστε να μπορείς να γράψεις για αυτές αργότερα. Ε, λοιπόν, αυτή ήταν μια εμπειρία τόσο μεστή, που μπορώ να δουλεύω πάνω της για χρόνια.».
Comments