Η απόλαυση και ο πόνος του να είσαι ο Cole Porter
- Γιώργος Χουσάκος
- 21 Ιουν 2020
- διαβάστηκε 4 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 23 Οκτ 2020

O Cole Porter είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της Αμερικής του 20ου αιώνα, έχοντας γράψει κάποια από τα πιο επιτυχημένα και πολυπαιγμένα μιούζικαλ. Μελωδίες που έγιναν τόσο οικείες στο κόσμο που νομίζεις ότι τις ξέρεις από τη μέρα που γεννήθηκες, και είναι ίσως ο μεγαλύτερος πρεσβευτής αυτού που έχουμε στο μυαλό μας ως αμερικάνικο μιούζικαλ τραγούδι.
Ο Porter γεννήθηκε το 1891, ξεκίνησε βιολί στα 6, άρχισε να συνθέτει στα 10. Η οικογένεια του ήταν πολύ ευκατάστατη οικογένεια της επαρχίας, ο παππούς του ήθελε μάλιστα ο Cole να γίνει δικηγόρος. Εκείνος όμως επέλεξε την μουσική, σπούδασε στο Yale, όπου εκεί ήδη άρχισε να συνθέτει τραγούδια για διαγωνισμούς καθώς και για την ομάδα ράγκμπι του Πανεπιστημίου, τα οποία γινόντουσαν κατευθείαν πολύ δημοφιλή στην κοινότητα.

'Υστερα ήρθε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, έκανε μια μικρή θητεία στο στρατό, και ύστερα έμεινε στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στο Παρίσι, κάνοντας διακοπές “μακράς διαρκείας”. Εκεί γνώρισε την Linda Lee Thomas, με την οποία παντρεύτηκε το 1919. Ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος μα και λευκός, καθώς ο C. Porter ήταν ομοφυλόφιλος, και μάλιστα με αρκετά έντονη για την τότε εποχή ερωτική ζωή.Ο Porter, με την ιδιοσυγκρασία και με τους τίτλους του, μεγάλωνε μεταξύ του ανοικτά queer ευρωπαϊκού ανώτερου φλοιού. Ο καθένας γνώριζε ότι ήταν ομοφυλόφιλος άνδρας με έναν βολικό γάμο. Όλοι συμφώνησαν να διατηρήσουν το πρόσχημα ότι δεν ήταν. Η ζωή του μέσα σε έναν βολικό γάμο και τις καθημερινές του συναναστροφές με καλλιτέχνες και ευγενείς του Παρισιού κυλούσε υπέροχα, και έτσι θα συνέχιζε αν δεν αποφάσιζε να κυνηγήσει το όνειρο του. Θέλησε να γυρίσει πίσω στην Αμερική, στη Νεα Υόρκη, ώστε να γίνει συνθέτης για το Broadway. Και έτσι έκανε.

Πήγε στη Νέα Υόρκη και δεν άργησε να κάνει επιτυχία στο Broadway, με την δεκαετία του '30 να είναι μια χρυσή δεκαετία για αυτόν. Αντίθετα με τους περισσότερους, τότε, συνθέτες, έγραφε και τους στίχους των τραγουδιών, και μάλιστα με έναν δικό του τρόπο. Είχε μια παιχνιδιάρικη διάθεση, δημιούργησε αργκό εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στην Αμερική. Μα πάνω από όλα, το χαρακτηριστικό στους στίχους του είναι η ερωτική επιθυμία, πάντα υπό το πρίσμα της εγκράτειας και όχι της απευθείας αποκάλυψης των συναισθημάτων, απόρροια της δικιάς του ερωτικής ζωής. Ήταν τόσο καλός στιχουργός που είναι σχεδόν απίστευτο το ότι ήταν ακόμα καλύτερος συνθέτης.
Η κλασική του παιδεία, η επιρροή του από την τζαζ, την Ευρώπη, μα και η ικανότητα του να φτιάχνει μελωδίες που μένουν στο κοινό ήταν ένας καταπληκτικός συνδυασμός. Αυτό έφερε τις επιτυχίες των 30's, με αμέτρητα hit που τα περισσότερα έγιναν γνωστά σε όλο το κόσμο μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν μεγάλοι τραγουδιστές, όπως ο F. Sinatra, διασκεύασαν ξανά αυτά τα τραγούδια.

Η ιστορία του Porter έχει μια δραματική κορύφωση. Το φθινόπωρο του 1937, όταν ήταν σαράντα έξι ετών, βρέθηκε σε ένα τρομερό ατύχημα, κατά το οποίο το άλογο που ίππευε του πάτησε και συνέτριψε ένα από τα πόδια του. Οι τραυματισμοί οδήγησαν σε πάνω από τριάντα εγχειρήσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του, όλες απίστευτα επώδυνες, και μια κληρονομιά μόνιμων πόνων. Ακριβώς πόσο αγωνιώδης πρέπει να ήταν η κατάστασή του, και ποιες συνέπειες είχε στο έργο του, ήταν πηγή πολλών εικασιών. Κάποιοι λένε ότι υπήρξε ελάχιστη καλή δουλειά μετά το ατύχημα. Κάποιοι πάλι αμφισβητούν αυτήν την ετυμηγορία, καθώς, σίγουρα, οι πιο επιτυχημένες του εμφανίσεις στο Broadway, συμπεριλαμβανομένου του "Kiss Me, Kate", συνέβησαν πολύ αργότερα.
Σίγουρα, πάντως, μετά το ατύχημα εξαφανίστηκε για πολύ καιρό σε ταξίδια στα ελληνικά νησιά και στην Ιταλία. Άντεχε τον πόνο μόνο με ένα μείγμα από πολλά παυσίπονα και πολλή σαμπάνια. Μαρτυρίες λένε ότι έπρεπε να καταβάλει πάρα πολλή συγκέντρωση για να καταφέρει να συμμετέχει σε οποιαδήποτε συζήτηση και να μην τον αποσπά ο πόνος.
Ο τρόπος γραφής του άλλαξε μετά. Είναι αρκετά σαφές ότι μέτρησε την επιτυχία μιας παράστασης απλώς με τον αριθμό των τραγουδιών που έγιναν επιτυχίες, και είχε θεωρίες σχετικά με το πόσο καιρό χρειάζεται ένα τραγούδι για να γίνει επιτυχία από την ώρα που βγει στον κόσμο. Γράφει ελάχιστα για τη δική του δημιουργική διαδικασία, όπως κάποιος που ζει σε πλήρη ευημερία θα έγραφε για την φτώχεια. Τον ένοιαζε περισσότερο η αυτοπροβολή, παρά μια κατάθεση των προβλημάτων του.

Ενδείξεις σχετικά με τη δημιουργικότητά του βγαίνουν από επιστολές του μέσα σχετικά με τις δουλειές του. Ο Porter έγραφε έντονα, ακόμα και σε στάδια όπου οι χαρακτήρες δεν είχαν καν δραματοποιηθεί. Ο παραγωγός Cy Feuer, ο οποίος ανέβασε δύο βραδινές παραστάσεις του Porter, λέει στα απομνημονεύματά του ότι ο Porter δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά πού θα ταιριάζουν τα τραγούδια στην ιστορία του Can-Can (1953), τα έγραφε ενώ ο συγγραφέας του έργου και ο σκηνοθέτης αγωνιζόντουσαν ακόμα με το plotline, και απλώς μετά έγραψε νέα όπου υπήρχε κενό, και φαίνεται να είχε παραμείνει αρκετά ευχαριστημένος και παραγωγικός, ενώ η υπόλοιπη δημιουργική ομάδα ωρυόταν και φώναζε. Στην πραγματικότητα, ο Abe Burrows έγραψε μερικές δύσκολες και διπλωματικές επιστολές, ζητώντας από τον Porter να περιμένει να γράψει τα τραγούδια μέχρι να ξέρουν ποια είναι η ιστορία. Είπε ότι η ακεραιότητα της παράστασης απαιτούσε να μην υπάρχουν τραγούδια ooh-la-la για το Παρίσι, αντίθετα ο Porter έγραψε απεριόριστα το πιο προφανή από όλα αυτά τα τραγούδια: "I Love Paris". Ήταν πάρα πολύ ακαταμάχητο, όμως, για να μην συμπεριληφθεί.

Η κατάσταση του Porter επιδεινώθηκε - το 1958, το θρυμματισμένο πόδι θα έπρεπε να ακρωτηριασθεί - και αν και η ενέργειά του δεν χαλάρωσε, η ποιότητα του έργου του μειώθηκε. Η δουλειά του περιορίζεται σε μια καλή σύνθεση ταινίας ("Υψηλή κοινωνία"), σε δυο παραστάσεις ("Silk Stockings" και "Can-Can"), και μια πολλά υποσχόμενη αλλά πολύ αργοπορημένη συνεργασία με τον SJ Perelman σε έναν μουσικό Aladdin για την τηλεόραση. Το περίεργο είναι ότι ο Porter γράφει πολύ κατά τη δεκαετία του 1950, χωρίς να αναφέρει ποτέ τις ηχογραφήσεις του έργου του που θα έκαναν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για να διαβεβαιώσουν την αθανασία του: τις ενορχηστρώσεις του Nelson Riddle για τα μεγαλύτερα τραγούδια του, τα οποία ο Sinatra ηχογράφησε εκείνη τη δεκαετία, ξεκινώντας το 1953.
Η ζωή του Πόρτερ μεταφέρθηκε δύο φορές στον κινηματογράφο: η πρώτη ήταν το 1946 στην ταινία Νύχτα και μέρα (Night and Day) με πρωταγωνιστή τον Κάρι Γκραντ, και η δεύτερη το 2004 στην ταινία De-Lovely με πρωταγωνιστή τον Κέβιν Κλάιν.
O Cole Porter πέθανε στις 15 Οκτωβρίου του 1964, αφήνοντας πίσω του πολύ πλούσιο υλικό και μελωδίες που ακούγονται σε κάθε άκρη του πλανήτη.
Επιμέλεια: Γιώργος Χουσάκος
Πηγές: www.newyorker.com www.telegraph.co.uk www.wikipedia.com
Comentarios